- ρηθείς
- (-εντός), είσα, εν сказанный, упомянутый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ῥηθείς — ἐρῶ verbum aor part pass masc nom/voc sg ῥέομαι flow aor part mp masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
SARACENI — populi Arabiae, Agareni, et Ismaelitae quoque dicti, quod ab Agare et Ismaele descenderint: quamvis a Chasluim, uno ex Caini posteris, originem illorum quidam arcessant. A voce Arabica, quae vagum et latronem denotat. Saeculô 5. primum… … Hofmann J. Lexicon universale
καταρρηθέντες — καταρρηθέντες, οι (Α) οι κατάδικοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ῥηθείς (μτχ. τού παθ. αόρ. ἐρρήθην τοὺ ρ. εἴρω [II] «λέγω, ομιλώ»)] … Dictionary of Greek
νομή — (Νομ.). Η κατοχή (φυσική εξουσίαση) του πράγματος όταν συντρέχει με τη θέληση του εξουσιάζοντος να έχει το πράγμα αυτό δικό του. Οι δύο αυτές προϋποθέσεις είναι απαραίτητες και αποτελούν το σωματικό (corpus) και το πνευματικό (animus) στοιχείο… … Dictionary of Greek
Μπαλάνος, Κοσμάς — (Ιωάννινα 1731 – 1808). Λόγιος κληρικός και δάσκαλος. Γιος του Βασιλόπουλου Μπαλάνου (βλ. λ. Βασιλόπουλος, Μπαλάνος), ο Μ. διδάχτηκε τα κοινά και τα εγκύκλια γράμματα από τον ίδιο τον πατέρα του. Σταδιοδρόμησε ως δάσκαλος σε κωμοπόλεις της… … Dictionary of Greek
φλυαρηθείς — φλυᾱρηθείς , φλυαρέω talk nonsense aor part pass masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)